ἀποκοπά

ἀποκοπά
ἀποκοπά̱ , ἀποκοπή
cutting off
fem nom/voc/acc dual
ἀποκοπά̱ , ἀποκοπή
cutting off
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀπόκοπα — ἀπόκοπος castrated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκοπάς — ἀποκοπά̱ς , ἀποκοπή cutting off fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αράβαλι — Οροσειρά μεγάλης γεωλογικής ηλικίας της βορειοδυτικής Ινδίας, μήκους περίπου 500 χλμ. Εκτείνεται στην περιοχή του Ρατζαστάν, μεταξύ της ερημικής πεδιάδας του Γκουτζάρατ και του κεντρικού υψιπέδου, έως το νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης Δελχί. Η Α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”